- ἡλιανθές
- ἡλιανθές, τό,A laudanum-plant, Cistus laurifolius, Ps.-Democr. ap. Plin.HN24.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιανθές — ἡλιανθές, τό (Α) το φυτό κίστος ο δαφνόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *ηλιανθής] … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek